Μυθικοί Χρόνοι
Κοινές οι πανάρχαιες ρίζες των ανθρώπων της Αρκαδίας, που δήλωναν πάντα με καμάρι «αυτόχθονες» και «προσέληνοι», δηλαδή οτι γεννήθηκαν εκεί και, μάλιστα, πριν ακόμη εμφανιστεί η Σελήνη! Γενάρχης τους ο Πελασγός, που σύμφωνα με μία από τις γνωστές εκδοχές, ...βγήκε μέσα από τη γή:
«Αντίθεον δὲ Πελασγὸν ἐν ὑψικόμοισιν ὄρεσσι γαῖα μέλαιν' ἀνέδωκεν, ἵνα θνητῶν γένος εἴη.»
[Η μαύρη γή εγέννησε στα ψηλόκορφα βουνά τον ισόθεο Πελασγό, για να δημιουργηθεί το ανθρώπινο γένος
– Άσιος, Σάμιος ποιητής του 6ου π.Χ. αιώνα] [fr.8 Kinkel, Παυσ. Αρκαδικά VIII.1.4]
(Άλλες δύο, θέλουν τον Πελασγό γιό του ποταμού Ασωπού και της κόρης του Λάδωνα Μετώπης, η μία και γιό του Δία και της Νιόβης, η άλλη).
Ο ισχυρισμός για το γηγενές και την πανάρχαια καταγωγή των Αρκάδων, τεκμηριώνεται εύκολα από την αρχαία Ελληνική γραμματεία:
- «οἰκέει δὲ τὴν Πελοπόννησον ἔθνεα ἑπτά. τούτων δὲ τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα ἐόντα κατὰ χώρην ἵδρυται νῦν τε καὶ τὸ πάλαι οἴκεον, Ἀρκάδες τε καὶ Κυνούριοι» [Ηροδ. Ουρ.73]
- «μόνοις μὲν αὐτοῖς πατρὶς Πελοπόννησος εἴη, μόνοι γὰρ αὐτόχθονες ἐν αὐτῇ οἰκοῖεν, πλεῖστον δὲ τῶν Ἑλληνικῶν φύλων τὸ Ἀρκαδικὸν εἴη καὶ σώματα ἐγκρατέστατα ἔχοι. καὶ ἀλκιμωτάτους δὲ αὐτοὺς ἀπεδείκνυε,» [Ξενοφ. Ζ/Ι.23]
- «Ἀρκάδες, οἳ καὶ πρόσθε σεληναίης ὑδέονται ζώειν» [Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργον.Δ.264]
- «δοκεῖ δὲ παλαιότατα ἔθνη τῶν Ἑλλήνων εἶναι τὰ Ἀρκαδικά, Ἀζᾶνές τε καὶ Παρράσιοι καὶ ἄλλοι τοιοῦτοι.» [Στράβων,Η 8]
- «γένη δὲ οἰκεῖ Πελοπόννησον Ἀρκάδες μὲν αὐτόχθονες» [Παυσ. Ηλειακά V.1]
Και άν ο Πελασγός έμαθε τους Αρκάδες (που τότε λέγονταν Πελασγοί) να ντύνονται με προβιές, να φτιάχνουν καλύβες και να μην τρώνε χλωρά φύλλα, χόρτα και ρίζες, αλλά τα βελανίδια της «φηγού» (του «δέντρου» που λέμε στο Χωριό), ο γυιός του ο Λυκάονας έχτισε την «πρώτη πόλη στον κόσμο που είδε το φώς του ήλιου», τη Λυκόσουρα (Κυνόσουρα), επέβαλε τη λατρεία του Λυκαίου Διός και καθιέρωσε τους αγώνες που έγιναν γνωστοί ως «Λύκαια». Αυτός λοιπόν ο Λυκάονας γέννησε (με διάφορες γυναίκες) και πάρα πολλούς γιούς, 28 κατα τον Παυσανία [VIII,3,1-5], 50 κατα τον "Ψευδο-Απολλόδωρο" [Βιβλιοθήκη - Γ 8,1]:
«…παῖς Λυκάων ἐγένετο, ὃς βασιλεύων Ἀρκάδων ἐκ πολλῶν γυναικῶν πεντήκοντα παῖδας ἐγέννησε·»
Η (κατά Παυσανία) Αρκαδική γενεαλογία με τους 10 πρώτους βασιλιάδες
(Πιέστε για μεγέθυνση)
Τα εγγόνια αυτά του Πελασγού, συνέχισαν το έργο του πατέρα τους, χτίζοντας τις ομώνυμες πόλεις. Μάλιστα, το τελευταίο από αυτά, ο Οίνωτρος, έφυγε με άνδρες και πλοία για να ιδρύσει την πρώτη στον κόσμο αποικία, στη νότια Ιταλία.
Εκτός όμως από τους πολλούς γυιούς, ο Λυκάονας είχε τουλάχιστον και μία θυγατέρα, την Καλλιστώ, την οποία ερωτεύθηκε ο Δίας και «συνευρέθηκε» μαζί της. Μόλις όμως το ανακάλυψε η Ηρα, μεταμόρφωσε την Καλλιστώ σε αρκούδα που, για το χατήρι της Ήρας, την τόξευσε η Αρτεμις. Τότε ο Δίας έστειλε αμέσως τον Ερμή να σώσει το παιδί που είχε στα σπλάχνα της η Καλλιστώ, ενώ την ίδια μεταμόρφωσε σε αστερισμό (αυτόν της Μεγάλης Άρκτου). Ο γυιός της Καλλιστούς ήταν ο Αρκάς, ο οποίος διαδέχθηκε στο θρόνο τον θείο του Νύκτιμο, και έμαθε στους υπηκόους του, μεταξύ άλλων, την καλλιέργεια του ήμερου καρπού, την παρασκευή ψωμιού και το γνέσιμο του μαλλιού. Ετσι, η μέχρι τότε Πελασγία μετονομάζεται πλέον σε Αρκαδία και οι άνθρωποι της σε Αρκάδες.
Δισέγγονο του Αρκά, τέλος, ο Γόρτυς, γυιός του Στυμφήλου, χτίζει, με τη σειρά του, την Γόρτυνα (στο σημερινό χωριό Ατσίχολος, λίγο πέρα από την Καρύταινα), κοντά στον ποταμό Γορτύνιο, που αποκαλείται και Λούσιος, αφού κατά την παράδοση εκεί λούστηκε ο νεογέννητος Δίας!
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε οτι είναι λογικό ένας τόσο πανάρχαιος λαός να διεκδικεί μεγάλο κομμάτι της μυθολογικής πίττας. Μόλις είδαμε το βρέφος του Θεού των Θεών να λούζεται στο Γορτυνιακό ποτάμι. Σύμφωνα με την Αρκαδική παράδοση, η Ρέα γέννησε το Δία κάπου στο Λύκαιο όρος και, για να τον γλυτώσει από τον «τεκνοφάγο» πατέρα του Κρόνο, τύλιξε στα σπάργανα του μία πέτρα που αυτός κατάπιε, αφού όμως εκείνη είχε προηγουμένως παραδώσει το θείο βρέφος στις νύμφες Νέδα, Θεισόα και Αγνώ. Αυτές, αφού τον έλουσαν, τον μεγάλωσαν κρυφά στο ιερό βουνό για να γίνει ο Λύκαιος Ζεύς.
Εκτός από το Δία, οι Αρκάδες καμάρωναν για τη γέννηση του Ερμή και της Ηρας στα Αρκαδικά βουνά, καθώς και του Ασκληπιού, πιό κοντά σε μας, στη Θέλπουσα, ενώ πίστευαν οτι η Δήμητρα δίδαξε (μετά την Αττική) πρώτα σε αυτούς τη γεωργία. Όμως, η Δήμητρα είχε εδώ την ατυχία να την ερωτευθεί ο (γεννημένος στη Μαντινειακή βρύση Άρνη και μέχρι τότε «γήϊνος») Ποσειδώνας, όπου για να τον αποφύγει γίνεται φοράδα και κρύβεται σε ένα στάβλο στο Όγγιο (ή Όγκειο, κοντά στο Καλλιάνι). Ο Ποσειδώνας την ξετρυπώνει, γίνεται κι αυτός άλογο οπότε, από την αναπόφευκτη ένωση τους, προκύπτουν το θεϊκό άλογο Αρίων και μία μυστηριώδης Κόρη («Δέσποινα»), την οποία κλέβει στη συνέχεια ο Πλούτωνας, αφήνοντας απαρηγόρητη τη Δήμητρα! Η Κόρη της Δήμητρας αυτή λατρεύτηκε στην περιοχή μας ως θεά, ενώ ως θεά της Αρκαδίας λατρεύτηκε και η Αρτεμις.
Ο θεός, όμως, για τον οποίο έχει την ...αποκλειστικότητα η Αρκαδία, είναι ο Πάνας, γιός του Ερμή και της νύμφης Δρυόπης (ή του Δία και της Ύβρης). Παραφωνία ανάμεσα στους άλλους θεούς αλλά και ασύμβατος προς την Ελληνική εκτίμηση του ωραίου, ο Πάνας γεννήθηκε τόσο άσχημος που έκανε τη μητέρα του να το βάλει στα πόδια μόλις τον είδε, ενώ ο Ερμής έφερε το μωρό στον Όλυμπο κάνοντας τους άλλους θεούς να γελάσουν:
«περίαλλα δ' ὁ Βάκχειος Διόνυσος: Πᾶνα δέ μιν καλέεσκον, ὅτι φρένα πᾶσιν ἔτερψε» [Ομ. υμν.Πανός]
Αυτός ο τραγόμορφος θεός, όμως, ήταν ένας ενάρετος θεός, ιδιαίτερα ποιμενικός και αγροτικός, προστατεύοντας την «πανίδα», την μελισσοκομία, το κυνήγι, το ψάρεμα και, κυρίως τους ποιμένες και τα κοπάδια τους, που έκαναν ησυχία το μεσημέρι όταν ο Πάνας αναπαυόταν στις σπηλιές των Αρκαδικών βουνών. Γιατί, εκτός από απλός και εύθυμος τύπος-πειραχτήριο, δηλαδή κάτι σαν κι αυτούς τους ίδιους, ήταν και λιγάκι οξύθυμος. Μάλιστα, μπορούσε να σαλπίσει με τέτοιο τρόπο και τοσο δυνατά ώστε να προκαλέσει «πανικό φόβο» - εφεύρεση που βοήθησε, κατά καιρούς, να τραπούν σε φυγή Τιτάνες από τον Όλυμπο, Πέρσες από τον Μαραθώνα, ακόμη και αντίπαλοι του Βάκχου στην Ινδία, όταν εκείνος αποφάσισε να κυριεύσει τον κόσμο!
Όντας πιστός οπαδός του Βάκχου, ο Πάνας αγαπούσε ιδιαίτερα την μουσική (γι’ αυτό όπου πήγαινε τον ακολουθούσαν νύμφες, μαινάδες και διάφορες άλλες βακχικές οντότητες) και, προφανώς, τις γυναίκες. Κι εδώ δημιουργήθηκε μέγα θέμα, όταν έστρωσε στο κυνήγι την Ναϊάδα νύμφη Σύριγγα, η οποία, στην απελπισία της, προτίμησε να πέση στα νερά του (πατέρα της) Λάδωνα παρά να δεχτεί για εραστή ένα τόσο άσχημο πλάσμα. Κι ο περίλυπος Πάνας, αγκάλιάζοντας με πάθος μία καλαμιά της όχθης (το αντικείμενο του πόθου του μεταμορφωμένο πλέον στο ομώνυμο φυτό, τη Σύριγγα), αρκέστηκε για παρηγοριά και ...εις ανάμνησιν, να κατασκευάσει το ομώνυμο μουσικό όργανο, την «πολυκάλαμη σύριγγα» του,
«Σύριγγος εἴδη δύο. τὸ μὲν γάρ ἐστὶ μονοκάλαμον, τὸ δὲ πολυκάλαμον, ὅ φασιν εὕρημά Πανὸς»[Fragm. Hagiop. 19 V]
(το κοινώς λεγόμενο «σουραύλι») και να πάει γι’άλλα...
Ο Πάνας ήταν επίσης βαθύς γνώστης της μαντικής τέχνης, την οποία και δίδαξε στον Απόλλωνα, ανταλλάσσοντας παράλληλα και μουσική ...τεχνογνωσία. Ετσι, ο Απόλλωνας βελτίωσε τη λύρα του προσαρμώζοντας την στη σύριγγα και κάνοντας την επτάχορδη.
Ο σεβασμός που είχε ο λοιπός κόσμος για τον Αρκαδικό αυτό θεό φαίνεται τόσο στον σχετικό Ομηρικό ύμνο όσο και στον ενδέκατο ύμνο των Ορφικών, τον επίσης αφιερωμένο στον Πάνα. Μερικοί στίχοι:
«Πᾶνα καλῶ κρατερόν, νόμιον, κόσμοιο τὸ σύμπαν,
οὐρανὸν ἠδὲ θάλασσαν ἰδὲ χθόνα παμβασίλειαν
καὶ πῦρ ἀθάνατον∙ τάδε γὰρ μέλη ἐστὶ τὰ Πανός.
……….
κοσμοκράτωρ, αὐξητά, φαεσφόρε, κάρπιμε Παιάν,
……….
Πανικὸν ἐκπέμπων οἶστρον ἐπὶ τέρματα γαίης.»