Γενεαλογικά: Κτίτορες - Οικιστές
Ο αρχαίος κόσμος υπάρχει ακόμη στην περιοχή, παρά το πρώϊμο μνημόσυνο που του έκανε ο Στράβων, ο οποίος βαρέθηκε να επισκεφθεί τις Αρκαδικές πόλεις θεωρώντας τες «ερείπια για τα οποία μόνο με θλίψη μπορεί να μιλήσει κανείς»! Αντίθετα, ο Παυσανίας, που δύο αιώνες αργότερα έλιωσε σανδάλια περπατώντας από τη μια άκρη της Αρκαδίας μέχρι την άλλη, βρήκε αξιόλογη ζωή σε πολλές από αυτές. Κι αυτό ίσως επειδή οι Ρωμαίοι κατακτητές δεν πίεσαν τους Έλληνες.
Δυστυχώς, όμως, δεν άργησαν οι επιδρομές από ξένες άγριες φυλές. Για τους επόμενους περίπου έντεκα αιώνες, η Πελοπόννησος δέχθηκε πολλά και αλλεπάλληλα κύματα βαρβάρων, που καταρράκωσαν το ηθικό των κατοίκων της, ερήμωσαν τη γη της και «έξαφάνισαν» την ιστορία της. Γότθοι (267 μ.Χ., 396 μ.Χ. με τον Αλάριχο), Ούνοι (441 μ.Χ.), Βάνδαλοι (~442 μ.Χ.,από τη «Γερμανία» κι αυτοί αλλά μέσω Αφρικής - αποκρούστηκαν από τους Μανιάτες), Άβαρες/Σλάβοι (589 μ.Χ.). Ως αποτέλεσμα, ελαττώθηκε ο πληθυσμός και φυσικά συρρικνώθηκε η γεωργία. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έπεσε και πανώλη (746-748 μ.Χ.) για να αποδεκατίσει τους ανθρώπους.
Το έλλειμμα σε ανθρώπινο δυναμικό ήλθαν να καλύψουν «Σλαύοι», κατά τους Βυζαντινούς, «Αλβανοί, Βλάχοι και Έλληνες», κατ’ άλλους που, μαζί με τα κοπάδια τους, κατέβηκαν από τη Θεσσαλία, την Ηπειρο και τη νοτιοδυτική Μακεδονία στα έρημα πλέον βοσκοτόπια της Αρκαδικής γης. Ήλθαν, δηλαδή, όχι ως κατακτητές, αλλά ως «φίλοι και ομογενείς» και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Γορτυνία. Θα είχαμε, βέβαια, περισσότερες πληροφορίες αν υπήρχαν στα σκοτεινά αυτά χρόνια ντόπιοι χρονικογράφοι. Ο Βυζαντινός δεσποτισμός, όμως, δεν άφηνε περιθώρια αυτενέργειας, επιτείνοντας την αμάθεια.
Προς το τέλος της χιλιετίας, τα αρχαία ονόματα των πόλεων έχουν εξαφανιστεί. Η Αρκαδία τώρα λέγεται Μεσσαρέα, η Πελοπόννησος Μωρέας, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι (αυτό που σήμερα ξέρουμε ως Γορτυνία) αποσπάται δημιουργώντας την αυτοτελή τοπαρχία των Σκορτών. Η νέα θρησκεία παγιώνεται στην ορεινή χώρα και οι βυζαντινού ρυθμού εκκλησίες αντικαθιστούν τους αρχαίους ναούς που έχουν πλέον εγκαταλειφθεί. Από τους ατελείωτους πολέμους οι άνθρωποι έχουν αποξενωθεί και κυριαρχεί η φτώχεια. Έτσι, η χώρα των Σκορτών πάει να γυρίσει πίσω στη φυσική ημιαγρία ζωή των πρώτων κατοίκων της, ενώ οι τωρινοί γεωργοί και νομάδες το μόνο που ίσως ξέρουν είναι οτι αποτελούν κάποιο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας! Έχει, όμως, ήδη αρχίσει να χαράζει, με την ίδρυση της ιστορικής Μονής Φιλοσόφου στη Δημητσάνα (963 μ.Χ.), γεγονός που αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Γορτυνίας η οποία, ως χωριστό πλέον ορεινό τμήμα των «Σκορτών», θα ξαναγράψει ιστορία... Η χρησιμότητα της μονής, μεταξύ άλλων ως σχολείου, θα φανεί σύντομα και θα κορυφωθεί με το «κρυφό σχολειό», ενώ η ιστορία της
Η παλαιά Μονή Φιλοσόφου (Η νέα χτίστηκε επτά αιώνες αργότερα)
[Φωτ. Βικιπαίδεια]
Γορτυνίας θα αρχίσει πάλι να φωτίζεται με τη βοήθεια της παιδείας.
Φραγκοκρατία
Ένα χρόνο μετά την Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, έρχεται και η σειρά του Μωριά. Έπειτα από κατάληψη της Αχαϊας και της Ηλείας, ο επιστρέψας από την Παλαιστίνη σταυροφόρος και επιφανής Γάλλος τυχοδιώκτης Γοδεφρείδος Βιλλ(ε)αρδουϊνος, πείθει τον ...συνάδελφο του Καμπανίτη, που τα έχει βρεί σκούρα στον Ακροκόρινθο, να κατακτήσουν πρώτα την ανοχύρωτη Πελοπόννησο. Γυρίζει στην Ηλεία και χρησιμοποιώντας τους υποταγμένους «ευγενείς» ως μεσάζοντες, βάζοντας τους να γράψουν στους υπόλοιπους τσιφλικάδες ότι θα τους θεωρήσει συμμάχους, μαζεύει όλη την εγχώρια ολιγαρχία. Εκεί, μια δωδεκαμελής (!) μεικτή επιτροπή (από έξι φράγκους και έξι «Έλληνες») μοιράζει τη χώρα σε δώδεκα μεγάλες βαρωνίες, εξασφαλίζοντας έτσι τα κεκτημένα των πρόθυμων παριστάμενων ντόπιων!
Στο σχετικό «βιβλίο της διανομής», καταγράφεται πρώτο πρώτο το ένα από τα δύο μεγάλα κομμάτια της Γορτυνίας, το μεγαλύτερο στο Μωριά, με εικοσιτέσσερα φέουδα, που δόθηκε στον Γκωτιέ ντε Ροζιέ, γόνο ...επαγγελματιών σταυροφόρων.
«Ὁ πρῶτος ὅπου ἔγραφεν ἦτο ὁ μισὶρ Γαρτιέρης,
ντὲ Ροζήερες ἦτον τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν·
εἶχεν εἰκοσιτέσσαρα καβαλλαρίων τὰ φίε,
στὴν Μεσαρέαν τοῦ ἐδόθησαν· κάστρον ἐποῖκε ἐκεῖσε,
κι ὠνόμασε τὴν Ἄκοβαν· οὕτως τὴν ὀνομάζουν.»
Ηταν αυτός, λοιπόν, που έχτισε στη συνέχεια (1250 μ.Χ.) το φοβερό κάστρο Mattegriffon, το οποίο έμεινε γνωστό ως Κάστρο της Άκοβας (Κάστρο του Γαλατά ή Κάστρο της Μονοβύζας). Έχοντας ως ρόλο να προστατεύει την κοιλάδα του Αλφειού και τον κάμπο της Ηλείας και επειδή έπρεπε εκτός από ασφάλεια να δίνει τη δυνατότητα ελέγχου των περασμάτων προς τα δυτικά, ο ντε Ροζιέ διάλεξε το γνώριμο στους Βυζικιώτες απότομο και βραχώδες ύψωμα ανατολικά του χωριού, εκεί που υπήρχε από την αρχαιότητα ακρόπολις-οχύρωμα προϊστορικού οικισμού!
Η ιστορία του κάστρου έχει και αρκετή φράγκικη «γκλαμουριά», αφού εμφανίζονται οι «Κυράδες της Άκοβας», δύο Μαργαρίτες και δύο Ισαβέλλες: Μαργαρίτα κόρη του βαρώνου του Γυθείου (του Πασσαβά) και ανηψιά του ντε Ροζιέ η πρώτη, Μαργαρίτα (η «Μονοβύζα») και Ισαβέλλα κόρες του Βιλλ(ε)αρδουϊνου οι δύο επόμενες και, τέλος, η πανέμορφη κόρη της Μονοβύζας Ισαβέλλα, που κληρονόμησε την Άκοβα και τα δύο τρίτα της βαρωνίας (1314) αλλά δεν πρόλαβε να τα χαρεί. Πέθανε στα δεκαπέντε της, έναν μήνα μετά τη γέννα, κάνοντας αφεντικό της Άκοβας τον σύζυγό της, Φερράνδο (Φερδινάνδο) της Μαγιόρκας! Για την ιστορία, βέβαια, αρχική και «νόμιμη» κληρονόμος του κτίτορα ντε Ροζιέ ήταν η ανιψιά του, Μαργαρίτα του Πασσαβά, πλην όμως όντας αυτή από μικρή όμηρος στην Πόλη (σε ανταλλαγή του Γουλιέλμου, υιού του Βιλλ(ε)αρδουϊνου, προκειμένου να τηρείται η συνθήκη που είχε υπογραφεί με τους Βυζαντινούς) επιστρέφοντας έχασε την προθεσμία ...αποδοχής της κληρονομιάς του θείου της, που είχε πρόσφατα πεθάνει, η οποία έμεινε τελικά στον Γουλιέλμο, δηλαδή αυτόν που βοήθησε με την ομηρία της! Μάλιστα, όταν γύρισε πίσω και ο Γουλιέλμος αρνήθηκε να της επιστρέψει την κληρονομιά (επικαλούμενος τις προθεσμίες), ακολούθησε πολύκροτη δίκη την οποία προφανώς έχασε η "νόμιμη" Μαργαρίτα! (δυο γάιδαροι μαλώνανε...) [Στον 4ο τόμο των «Βυζικιώτικων», ο Ν.Ι. Φλούδας αφιερώνει πενήντα σελίδες στα ιδιοκτησιακά της Άκοβας, προικοσύμφωνα κ.λπ., πριν αρχίσει να περιγράφει την περιοχή όπως ήταν στα 1960 (και όπως περίπου είναι σήμερα), δίνοντας ταυτόχρονα και άφθονα λαογραφικά στοιχεία. Εξ άλλου, στα πλαίσια του 41ου φεστιβάλ (Αύγουστος 2018), ο Ανδρέας Χρ. Μερεντίτης έδωσε στην Ξερόβρυση μιαν εξαιρετική ομιλία με τίτλο «Άκοβα η ξακουστή, η παινεμένη χώρα» - βλ. περιοδικό Βυζίκι, Φυλ. 404, σελ. 9-12].
Η Πελοπόννησος μεταξύ των ετών 1214 και 1462
[χάρτες προσαρμοσμένοι από αυτούς του Π.Γ. Πυριοβολή]
Κτίση του Βυζικίου
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Άκοβα άλλαξε χέρια αρκετές φορές, ενώ καταστράφηκε και επισκευάστηκε άλλες τόσες. Για το Βυζίκι, η πλέον καθοριστική χρονιά είναι το 1458, όταν ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής κατέλαβε το κάστρο και το κατέστρεψε για άλλη μια φορά, αναγκάζοντας έτσι μερικές από τις οικογένειες του συνοικισμού έξω από το κάστρο να έλθουν στο Βυζίκι (στο οποίο - κατά την παράδοση - είχαν ήδη δημιουργηθεί τα πρώτα σπιτικά). Πότε ακριβώς, άγνωστον. Όμως, η παράδοση που μιλάει για καταστροφή της Άκοβας δεν διευκρινίζει ποια από όλες τις φορές, ενώ, παράλληλα, αναφέρει ότι η Κυρά του Κάστρου εξαπατήθηκε από κάποιους ώστε να βγεί απο αυτό για να πάει στο Χωριό να βαφτίσει, οπότε γύρισαν οι κακοί κρυφά και κατέστρεψαν το κάστρο... Με βάση αυτήν την τελευταία εκδοχή, η ύπαρξη του Βυζικίου πηγαίνει πίσω στον 13ο αιώνα, αφού τότε έζησε η Μονοβύζα.
Ανεξάρτητα από την άγνωστη χρονολογία κτίσης του Βυζικίου, είναι προφανής η σχέση του με την Άκοβα. Μάλιστα, σε διαθήκη του 1600 το Βυζίκι και τα Τρόπαια χαρακτηρίζονται ως μαχαλάδες (γειτονιές) της Άκοβας, κάτι που δικαιολογείται απόλυτα λόγω της εγγύτητας της Άκοβας με αυτές τις τοποθεσίες:
Βυζίκι και Άκοβα από ψηλά
[πιέστε για μεγέθυνση]
Και αν το «πότε ακριβώς» είναι άγνωστο, το «ποιοι» είναι αρκετά γνωστό. Σύμφωνα με τον Φλούδα, οι κτίτορες του Βυζικίου είναι κατά χρονολογική σειρά οι εξής:
- Παπασπηλιαίοι και Μιχαίοι, οι πρώτες δύο οικογένειες
- Οικονομόπουλοι, Δημαίοι, Πολυδωρόπουλοι-Παπασπηλίου και Γιαννακόπουλοι, τέσσερεις οικογένειες από Μαντιλά-Σκαρουχιά (τα «χαλάσματα»)
- Κανελλόπουλοι, Μιχαλόπουλοι και Οικονομόπουλοι από Άκοβα, που έφτιαξαν μόνιμες κατοικίες δημιουργώντας τον πυρήνα του χωριού
και τρείς ...«φερτοί»
- Ζαφείρης, από τον Σουλιμά Τριφυλίας, κυνηγημένος από τους Τούρκους
- Συριάκος, από την Τρύπη της Σπάρτης, και
- Στασινός, γιος Πολίτη μεγαλεμπόρου, που έφτασε στην περιοχή με χαρτί του σουλτάνου να διαλέξει ό,τι και όσα θέλει. Και διάλεξε κάτι ψιλά...
Η γενεαλογία του Βυζικίου σχηματικά
[πιέστε για μεγέθυνση]
Ολόκληρος ο 2ος τόμος των «Βυζικιωτικών» του Φλούδα, κάπου 350 σελίδες, είναι αφιερωμένος στη γενεαλογία των Βυζικιωτών, με μινι-βιογραφίες για τους περισσότερους, κατ' αλφαβητική σειρά. Βέβαια, ξενίζει λίγο το γεγονός ότι οι πληροφορίες που δίνονται για ορισμένα πρόσωπα είναι πληθωρικές σε σχέση με τα περισσότερα άλλα, ενώ υπάρχουν και άτομα που δεν αναφέρονται καθόλου.